- δημιοεργείη
- η (Α)βλ. δημιουργία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δημιοεργείην — δημιοεργείη fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργία — η (AM δημιουργία Α και δημιοεργείη) [δημιουργός] 1. το να δημιουργεί κάποιος κάτι 2. η κτίση, η πλάση τού κόσμου από τον Θεό 3. η πλάση, ο κόσμος, το σύμπαν νεοελλ. 1. έξοχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα 2. πρωτότυπο, νέο καλλιτεχνικό… … Dictionary of Greek